Στις σελίδες που προηγήθηκαν καταδείξαμε πώς η κοσμοσυστημική γνωσιολογία, και κυριολεκτικά το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα που ξεδιπλώσαμε με θεμέλια αφετηρία τον ελληνικό κόσμο, προσφέρεται να λειτουργήσει ως επιστημονικός αποκωδικοποιητής του κοινωνικού φαινομένου, ως ταξιθέτης της έλλογης βιολογίας του και, σε τελική ανάλυση, ως διαγνώστης των λύσεων που προσιδιάζουν στα πράγματα.
Η γνωσιολογική αυτή επιλογή μάς φέρνει αντιμέτωπους με την «επιστήμη» της νεοτερικότητας, την οποία υποβάλαμε στη δοκιμασία της κοσμοσυστημικής γνωσιολογίας δίκην σταθεράς σε όλη την έκταση του ανά χείρας έργου με σημείο αναφοράς την αποδεικτική ικανότητα των πηγών.
Εντούτοις, η περίπτωση του Βυζαντίου εγείρει πλήθος άλλων ζητημάτων που επέβαλαν έναν πιο διεξοδικό διάλογο της κοσμοσυστημικής γνωσιολογίας με τη νεοτερική «επιστήμη», από τον οποίο ακριβώς αναδεικνύεται εναργέστερα το γνωσιολογικό αβαθές της φερόμενης ως κοινωνικής επιστήμης που διακινεί η νεοτερικότητα και το ιδεολογικό φορτίο που, σε τελική ανάλυση, την αποτρέπει να συναντηθεί με τις πραγματικότητες της ίδιας της εποχής της.
Από τον εν λόγω διάλογο αναμένεται να προκύψει η συνειδητοποίηση της ανάγκης για ένα νέο γνωστικό εγχείρημα που θα δίνει απαντήσεις στα κρίσιμα ερωτήματα της επιστήμης και θα επικεντρώνεται στη θέση που κατέχει η εποχή μας στην ταξινομία της ανθρωποκεντρικής βιολογίας, κατ’ επέκταση, και στην προβληματική της μετάβασης προς την εποχή που θα ακολουθήσει.
Η ανάγκη μιας νέας επιστήμης αποβαίνει επιτακτική λόγω της διαπιστούμενης ήδη και με ραγδαίους ρυθμούς υπέρβασης του κόσμου που οικοδόμησε η φάση της μετάβασης από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό. Υπέρβαση η οποία μάλιστα γίνεται ιδιαίτερα εμφανής στο πεδίο των αξιών και των θεσμών που στις ημέρες μας παραμένουν ερμητικά εγκλεισμένοι στο σπήλαιο του 18ου αιώνα, το οποίο οικοδόμησαν οι πνευματικοί θύλακες του Διαφωτισμού.
Ώστε η συγκρότηση ενός γνωσιολογικού επιχειρήματος που θα απαντά στις απαιτήσεις της επιστήμης αποβαίνει στις ημέρες μ