Η μονογραφία πραγματεύεται για πρώτη φορά συγκεντρωτικά και ολοκληρωμένα τα χρυσόβουλλα ως πηγές του βυζαντινού δικαίου. Ύστερα από την εισαγωγή, στην οποία τίθενται τα ερευνητικά ερωτήματα, στο πρώτο μέρος ερευνώνται γενικά τα χαρακτηριστικά των χρυσοβούλλων ως εγγράφων της αυτοκρατορικής γραμματείας, ενώ στο δεύτερο μέρος εξετάζεται το ζήτημα της κανονιστικής τους ισχύος. Βασικός άξονας είναι η νομική θεώρηση των επιμέρους ζητημάτων, αν και ταυτόχρονα το έργο ενδιαφέρει άμεσα και άλλους επιστημονικούς κλάδους (τη φιλολογία, την ιστορία, τη θεολογία κ.ά.). Συγκεντρώνονται και αναπτύσσονται συστηματικά όλες οι περί των χρυσοβούλλων πληροφορίες, από την εμφάνιση του είδους μέχρι το 1204. Τα θεμελιώδη ερευνητικά ερωτήματα που απαντώνται και ιδίως το ζήτημα της νομικής φύσης, της λειτουργίας και της λειτουργικότητας των χρυσοβούλλων ως πηγών του βυζαντινού δικαίου και, συναφώς, η νομική αξιολόγησή τους, έχουν απασχολήσει όχι μόνο την ιστορία του δικαίου, το εκκλησιαστικό δίκαιο και τη νομική πράξη, αλλά και τις άλλες επιστήμες που προαναφέρθηκαν. Πρόκειται για ένα πρωτότυπο και θεμελιώδες έργο αναφοράς, το οποίο «συμπληρώνει ένα πολύ βασικό κομμάτι στο όλο οικοδόμημα των πηγών του δικαίου της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας»