Μ' ένα πλοίο, μ' ένα τρένο οι αποσκευές να ταξιδεύουν μα στους ηλεκτρονικούς πίνακες αναχωρήσεων στις άκρες των ματιών, πάντοτε ίδιος να μένει ο προορισμός.
Τι μπορούν άραγε κι εκείνα να κρύψουν;
Τι ν' αποφύγουν;
Από πού να κρατηθούν;
Στην ούγια της ψυχής έχει γράψει με γράμματα μεγάλα τ' όνομά του ο πόνος, τ' όνομά σου, κι από το ξέφτισμα της μόνο εκείνη απομένει άθικτη.
Η ούγια με τ' όνομά σου.
Κι ο ήλιος να βρίσκει στα σκοτεινά το βλέμμα μου να το διαβάζει, να το τρυπάει, να το διαπερνά, ώσπου εκεί να φθάνει που ξημερώνει η αλλιώτικη μέρα...