Εάν ο κυρίαρχος λόγος στην Αρχαιότητα θεωρούσε την αυτοκτονία προνόμιο των λίγων (των φιλοσόφων και των αριστοκρατών) και όνειδος των πολλών, εάν ο κυρίαρχος λόγος από τον Μεσαίωνα και μέχρι τη νεωτερικότητα θεωρούσε την αυτοκτονία ασύγγνωστο αμάρτημα, σήμερα ο κυρίαρχος λόγος θεωρεί την αυτοκτονία ασθένεια και την ασθένεια τη μόνη ικα¬νή και αναγκαία προϋπόθεση για (ιατρικώς υποβοηθούμενη) αυτοκτονία. Αυτό το βιοπολιτικό παράδοξο δεν μπορεί όχι μόνο να επιλυθεί, αλλά ούτε καν να κατανοηθεί, εάν δεν ιστορικοποιηθεί.
Το παρόν βιβλίο δεν φιλοδοξεί να είναι μία εξαντλητική ιστορία γύρω από την αυτοκτονία, καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν αφενός ανέφικτο και αφετέρου ανώφελο. Ανέφικτο, διότι τόσο η αυτοκτονία όσο και η ιστορία δεν μπορούν να εξαντληθούν και εξ ορισμού δεν γνωρίζουν κανένα τέλος από την προοπτική ενός γιγνώσκοντος υποκειμένου, αλλά θα συνοδεύουν το ανθρώπινο είδος, όσο αυτό θα πασχίζει να εξαντλήσει τις δυνατότητές του· ανώφελο, διότι καμία ερμηνεία που στοχεύει στην κριτική διερώτηση του παρόντος δεν μπορεί να είναι οριστική και εξαντλητική, εάν πράγματι θέλει να παραμείνει ερμηνεία και κριτική. Το παρόν βιβλίο προέκυψε μέσα από έναν μακρόχρονο προβληματισμό περί της αυτοκτονίας εντός των βιοπολιτικών κοινωνιών, καθώς ήδη από το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης του 2008 άρχισε να ακούγεται και να διαχέεται ένας λόγος περί θεαματικής «αύξησης των αυτοκτονιών», ο οποίος, επειδή ως προϊόν της κοινωνίας του θεάματος συνάρθρωνε τον επιστημονικό λόγο με την ειδησεογραφική εντυπωσιοθηρία, περισσότερο συσκότιζε παρά διαφώτιζε τα πράγματα, τόσο θεωρητικά όσο και πολιτικά.
Το παρόν βιβλίο δεν φιλοδοξεί να είναι μία επιστημονική «επίλυση» του προβλήματος· το συνέχει η φιλοδοξία να ιστορικοποιηθεί η δυσφορία απέναντι στο υπάρχον, όταν αποκτά την πλέον ακραία της μορφή. Αυτή η ιστορικοποίηση επιχειρήθηκε μέσω της σχολαστικής εργασίας ακαδημαϊκής υφής, αλλά χωρίς –ελπίζουμε– τον σχολαστικισμό του ακαδημαϊσμού, ώστε να μην θαφτεί εντελώς κάτω από τον δικό μας