Ήταν καλοκαίρι του ’64, όταν τέλειωσα πια το Γυμνάσιο και ταυτόχρονα τελείωνε και η παραμονή μου στη Μυτιλήνη.
Με ένα απολυτήριο «Λίαν Καλώς», τελείωνε νομίζω και η εφηβεία μου, αλλά και η ζωή μου στην πόλη που μεγάλωσα και αγάπησα όσο τίποτα άλλο.
Όλη η οικογένεια ήταν ήδη στη Ν. Σμύρνη προετοιμάζοντας το νέο μας ξεκίνημα και περιμένοντας το «μεγάλο γιό», να αρχίσει την ακαδημαϊκή του καριέρα…
Αυτό ήταν.
Μια μεγάλη παλιά καρό βαλίτσα στο ένα χέρι, παραγεμισμένη με τα ρούχα μου, τα σεντόνια και την κουβερτούλα μου και δεμένη με σχοινί για να μην ανοίξει, στο άλλο χέρι ένας μπόγος, ένα άσπρο τσουβάλι ζάχαρης δηλαδή, γεμάτος με βιβλία και στον ώμο μου κρεμασμένο ένα ταγάρι από τη γιαγιά-Δαμασκηνή, με μισό καρβέλι ψωμί-δώρο του κυρ- Κώστα του Βαμβακά-ένα πιάτο με σφουγγάτο, δυο ντομάτες, ένα ξυλάγγουρο, κεφτέδες και τυρί απ’ τον Μανταμάδο.
Και πάνω-πάνω μια εικονίτσα του Ταξιάρχη κι’ ένα κλωνάρι νυχτολούλουδο, από τον κήπο της γιαγιάς.
Το νυχτολούλουδο, μαράθηκε γρήγορα.
Το πιάτο από το σφουγγάτο, το έχω ακόμα.
Η εικονίτσα του Ταξιάρχη, χάθηκε.
Μάλλον δεν άντεξε, μ’ αυτά που έβλεπε…
Ανέβηκα τη σκάλα του πλοίου και βάλαμε ρότα για Πειραιά.
Το πλοίο ταξίδευε για Πειραιά κι’ εγώ ταξίδι πίσω στη Μυτιλήνη και στη γειτονιά μου..
Για τούτο το «ταξίδι προς τα πίσω», θέλω να σας μιλήσω σε τούτο το βιβλίο.
Και προλαβαίνω την απορία σας.
Για ποιο λόγο;
Αξίζει τον κόπο;
Γιατί τώρα, κοντά στα ογδόντα, αποφάσισα να κάνω μια… βουτιά προς τα πίσω, στα πρώτα παιδικά και εφηβικά χρόνια, ενός απλού, συνηθισμένου παιδιού της επαρχίας;
Μήπως τούτο το «ταξίδι», καλύπτει απλά την ανάγκη ενός ηλικιωμένου για αποδράσεις στο παρελθόν, για «αναμνήσεις» που θα επιχειρήσουν να δικαιώσουν διαδρομές και επιλογές;
Μήπως είσαι της άποψης φίλε, ίσως πει κάποιος, πως «τότε ήμασταν καλύτερα, η ζωή ήταν καλύτερη, όλα ήταν πιο καλά και πιο αθώα και πιο αγνά» και θεωρείς πως «αντιπαλεύεις» έτσι, βολικά και άκοπα, το σήμερα;
Μήπως από μια «γεροντική αυταρέσκεια» φίλε, θέλεις να μιλήσεις «για σένα», να αφήσει