Ο ΣΗΜ ΓΚΑΤΕΝΙΟ ερχόταν με την ίδια διάθεση που είχε σαν αναπολούσε το προξενιό εκείνο των παιδικών του χρόνων. Το γέλιο που προήλθε από την ανάμνηση του προξενιού, ήταν αυτό που τον ελευθέρωσε από όλα.Κανείς δεν είχε χρειαστεί να πει το ελάχιστο για τη γυναίκα της Θαμβίας. Κανένας δεν ανέπτυσσε κρυφά σχέδιο της δικής του πολιορκίας. Πολύ απλά, η γυναίκα ήταν που με τα μάτια της έκανε μια έτσι, χραααπ, πήρε τα πάντα κι έφυγε. Με μια ματιά τον λήστεψε. Και τώρα αισθανόταν μόνος και απογυμνωμένος.Σε όλη τη διαδρομή θα προσπαθήσει να αθροίσει όλα αυτά τα πράγματα που αποτελούσαν τον μέχρι τώρα πλούτο του. Οι στιγμιαίοι θρίαμβοι ήσαν πλούτος. Αλλά εγκλημάτησαν στη σύνεση. Η μόνιμη αποδοχή ήταν πλούτος. Αλλά εγκλημάτησε στην δημιουργικότητά του. Η σταθερή φροντίδα ήταν πλούτος. Αλλά εγκληματούσε στην ομορφιά του κινδύνου. Η σταθερή αγάπη ήταν πλούτος. Αλλά εγκληματούσε στον έρωτα. Κι η αποδοχή όλων αυτών, εγκληματούσε στην ίδια του τη ζωή.Η ζωή του που δίχως φαντασία σερνόταν και γυάλιζε τους κρίκους της αμοιβαίας κατοχής που είχε με τους άλλους. Ένας αέρας με μυρωδιά ρίγανης τον αγγίζει. Ναι είναι έτοιμος. Δεν σκοπεύει να υποκλιθεί σε τυπική θλίψη. Δεν σκοπεύει να επιτρέψει την ύπουλη κατοχή του από όλα τα απεχθή «συν» συμπάθειας, συμμετοχής, συμπαράστασης, σύμπραξης και πολύ περισσότερο συμβίωσης. Δεν θα επέτρεπε να εξουθενωθεί άλλο μέσα σε τυπικές συνεστιάσεις, τυπικές ανταλλαγές σιέλων και υγρών, φιλιών χωρίς αντίκρισμα.Κι αργότερα, μετά λίγα χρόνια, να πνιγεί στα υπόκωφα δηλητηριώδη αέρια που απελπισμένα θα ψάχνανε διόδους σε πτυχώσεις υφασμάτων και πτυχώσεις δέρματος. Και τέλος να ενταφιαστεί με την κλασική μουσική της επιλογής του. Στο προσχεδιασμένο show του θανάτου του.Όχι. Δεν θα του διέφευγε η ζωή. Η κάθε μέρα θα ήταν καλύτερη. Κι αν του πρόβαλλαν πως τάχα γέρασε και πως τάχα θα μετάνιωνε γιατί ο χρόνος ήταν αμείλικτος, θα τους απαντούσε ότι ο χρόνος ήταν ανθρώπινο κατασκεύασμα. Η εργασία και η παραγωγικότητα ήσαν αυτά που καταμετρούσαν τον χρόνο.Σαν τα καταρ