"Η κότα και η κόλαση"
Μια φορά κι έναν καιρό, μια κόκκινη κοτούλα τσίμπαγε πέτρες και σκουλήκια και σπόρους σε μια αυλή, όταν κάτι έπεσε πάνω στο κεφάλι της. "Πέφτει ο ουρανός!" φώναξε, κι άρχισε να τρέχει και να φωνάξει συνέχεια: "Πέφτει ο ουρανός!"
Όλες οι κότες που συνάντησε κι όλοι οι κόκορες κι οι γαλοπούλες κι οι πάπιες την περιγελούσανε με υπεροψία, όπως περιγελάει κανείς κάποιον που έχει τρομοκρατηθεί όταν εσύ δεν έχεις.
"Πώς είπατε;" κακαρίξανε.
"Πέφτει ο ουρανός!" φώναξε η κόκκινη κοτίτσα.
Τέλος, ένας πολύ στομφώδης κόκορας της είπε: "Μη γίνεσαι γελοία, αγαπητή μου, στο κεφάλι σου πάνω έπεσε μόνο ένα μπιζέλι". Και γέλασε και γέλαγε κι όλοι γελάγανε, εκτός απ' την κόκκινη κοτούλα.
Τότε ξαφνικά, μ' ένα τρομερό βουητό, χοντρές κομματάρες αποκρυσταλλωμένων σύννεφων και πελώριοι όγκοι παγωμένου μπλε ουρανού αρχίσανε να πέφτουν από ψηλά πάνω σ' όλους, και σκοτωθήκανε όλοι, ο κόκορας που περιγελούσε κι η κόκκινη κοτούλα κι όλοι οι άλλοι στην αυλή του κοτετσιού, γιατί ο ουρανός πράγματι έπεφτε.