Τα σκοτάδια φωτίζονται, οι μέρες σβήνουν και η πλήξη μοιάζει να χάνεται. Ως έννοια, ως συναίσθημα και ως πεπρωμένο. Μόνο που οι εναλλαγές δεν ήταν ομαλές. Τα χιόνια στο απομακρυσμένο αγροτόσπιτο έγιναν παρελθόν. Έφτασε το καλοκαίρι, ακολούθησε το φθινόπωρο και ο νεαρός ήρωας της ζωής εξακολουθεί να αναρωτιέται πώς γίνεται ο Διάβολος να τον έχει ξεχάσει. Αλλιώς τα είχε συνηθίσει. Όσο και να προσπαθεί να αποδιώξει από μέσα του το σύνολο του παρελθόντος του, άλλο τόσο εκείνο δείχνει ανά πάσα στιγμή έτοιμο να τον καταβροχθίσει. Μέρα νύχτα ο μεγάλος του φόβος παραμένει ίδιος και απαράλλαχτος: Μήπως, τελικά, δεν ήταν για μένα αυτός ο κόσμος; Μέσα σε όλα, τα φαντάσματα των τύψεων δείχνουν να αχνοσβήνουν. Μόνο που η κουρτίνα της μνήμης, πίσω από την οποία εκείνα πάλευαν νυχθημερόν να κρυφτούν, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά το διάφανο πέπλο του ανίκητου θανάτου. Και όλα αυτά, μέχρι που μια απρόσμενη νύχτα, ένα αόρατο χέρι τραβάει το πέπλο... Μέρες ανυπόφορες, νύχτες μαρτυρικές, πόνος, οργή και εξαθλίωση, συνυφασμένα με ανύπαρκτη συμπόνια και χαμένες ελπίδες, προσφέρουν στον αναγνώστη όλα όσα αποζητά μα και ταυτόχρονα φοβάται να αντικρίσει, μέσα από τα μάτια του μικρού ήρωα, μέσω του οποίου αναζητά τη δική του, ξεχωριστή λύτρωση. Στο τρίτο και τελευταίο βιβλίο της τριλογίας Μοτέλ 430-71, ο τρόμος υποκινεί την οργή και η οργή φέρνει πάντα θλίψη...