Μικροί, μεγάλοι, γυναίκες, άντρες, με φορτωμένη πάνω τους -ή και σε ζα-την προχειροσυμμαζεμένη οικοσκευή, σακιά, μπαούλα, μπόγους, δέματα, κοφίνια, όλοι δρόμο για κρυφές κι απόκρυφες μεριές...
Τρεχαλητό του σκοτωμού για δυο και τρία δρομολόγια, ει δυνατόν και τέσσερα. Ξοπίσω κι ο μπόμπιρας σε μια περίπτωση, τρέχοντας με κλάηματα και γυρεύοντας μ' απλωμένα τα χεράκια "γκαλαλίτσα". Δηλαδή αγκαλίτσα. Αγκαλιά. Εκείνη την ώρα!
- Γκαλαλίτσα! Γκαλαλίτσα! Γκαλαλίτσα!
Με πολύ κόπο ένα πισωκοίταγμα της ψόφιας από την κούραση μάνας μ' ένα πνιχτό πνιχτό σιωπητήριο κέλευσμα στο στόμα:
- Σσσστ! Γιορμανοί, ασταύρωγο! Γιορμανοί!
Άχνα ύστερα κι εκείνο το καημένο. Σιωπηλό ξοπίσω τους, πότε πότε μόνο επαναλαμβάνοντας χαμηλόφωνα τη μεγάλη απειλή "Μανοί... Μανοί...".
("Μνήμες", σελ. 79-80)