Είχε έρθει η ώρα του γέρου! Με μια δυνατή κραυγή ξεσκέπασα τελείως το φανάρι και μπήκα μ' ένα σάλτο στο δωμάτιο. Εκείνος έβγαλε μια στριγγλιά - μια μόνο. Την επόμενη στιγμή το είχα πετάξει στο πάτωμα και είχα ρίξει το βαρύ κρεββάτι πάνω του. Έπειτα χαμογέλασα χαρούμενος, βλέποντας πως το έργο μου είχε επιτελεστεί μέχρις εκεί. Αλλά, για αρκετή ώρα, η καρδιά συνέχιζε να χτυπά μ' έναν πνιχτό ήχο. Αυτό όμως δε με ενοχλούσε. Δεν μπορούσε να ακουστεί έξω από το δωμάτιο. Τελικά σταμάτησε. Ο γέρος ήταν νεκρός. Σήκωσα το κρεββάτι και εξέτασα το πτώμα. Ναι, ήταν νεκρός, νεκρός. Ακούμπησα την παλάμη μου στην καρδιά του και την κράτησα εκεί αρκετά λεπτά. Δεν είχε σφυγμό. Ήταν νεκρός. Το μάτι του δεν θα με ξαναενοχλούσε πια.