Σ’ εκείνο το παλιό χαλί της προσευχής ρίχνει ξανά τα κομματάκια από ξεθωριασμένη θάλασσα του παζλ γονατιστός τα συναρμολογεί τ’ απλώνει σπρώχνει με ιαχές απάνω της καράβια ,πολεμιστές-κλαράκια Η αύρα των μαρτύρων στο δωμάτιο με μυρωδιές μαγειρεμένου φαγητού και άνθη λεμονιάς απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο Αμίλητη μπαινοβγαίνει απ’ την κουζίνα η μητέρα με λευκό πανί σαν χάδι το περνά πάνω απ’ τα μέτωπα τα μάτια και τα χείλη στις κορνίζες Κλεφτό το βλέμμα της στους ώμους του το νιώθει ωστόσο ο δικός του μικρούλης πόλεμος μεγαλώνει κι άλλο ώσπου ζωσμένος με τα εκρηκτικά σύμφωνα της γλώσσας του ορμάει πάνω στις μνήμες της ανατινάζεται κραυγή σφαγμένου ζώου Τα βλέμματά τους διασταυρώνονται Στις ίριδες των ματιών της τυλίγεται στις φλόγες.