Αντικείμενο και στόχος της παρούσας μελέτης είναι η ανάδειξη των περιπτώσεων που η αιχμηρή κριτική προστατεύεται ως συνταγματικό δικαίωμα και υπερισχύει όταν συγκρούεται με το δικαίωμα του θιγομένου στην προστασία της τιμής του. Στην ελληνική νομολογία έχει χαθεί η ισορροπία κατά τη χάραξη των ορίων της επιτρεπτής κριτικής, με αποτέλεσμα να πριμοδοτείται απροκάλυπτα το δικαίωμα στην προστασία της τιμής έναντι της ελευθερίας της έκφρασης. Αυτή η τάση της νομολογίας παραγνωρίζει το θεμελιώδη ελεγκτικό ρόλο του τύπου σε μία δημοκρατική κοινωνία. Η οξεία κριτική των εκλεγμένων και εν γένει δημοσίων λειτουργών επιβάλλεται, ώστε να μπορούν οι πολίτες να αξιολογήσουν την ικανότητά τους για το δημόσιο ρόλο που έχουν ή θέλουν να αναλάβουν και συνακόλουθα να συμμετέχουν ενεργά στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων. Στο πλαίσιο αυτό, επιχειρείται η αποκρυστάλλωση των νομολογιακών κριτηρίων που καθιστούν επιτρεπτή την αιχμηρή κριτική και αντικατοπτρίζουν τη θέση της στο δικαιικό σύστημα ως συνταγματικό δικαίωμα. Η παρούσα μελέτη αποσκοπεί να λειτουργήσει ως πρακτικός οδηγός για το δημοσιογράφο και όποιον γενικότερα επιθυμεί να σχολιάζει τα πολιτικά δρώμενα, δίχως το φόβο ποινικών διώξεων ή καταδίκης σε καταβολή υπέρογκων αποζημιώσεων.
Εξετάζεται η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ουάσιγκτον και του Δικαστηρίου του Στρασβούργου σε σύγκριση με την ελληνική νομολογία, ώστε να διαπιστωθεί εάν η τελευταία ακολουθεί τις γενικές αρχές που έχει υιοθετήσει η νομολογία των ως άνω ανωτάτων δικαστηρίων για την προστασία της ελευθερίας του λόγου και του τύπου. Τα ανώτατα αυτά δικαστήρια έχουν υιοθετήσει σαφή κριτήρια τα οποία καθορίζουν - συνήθως με μαθηματική ακρίβεια - το αποτέλεσμα της κρίσης τους. Η συνδρομή του κριτηρίου του δημοσίου προσώπου, του θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος, της καλής πίστης και της φύσης της επίδικης δήλωσης ως προστατευτέας γνώμης οδηγεί στην παροχή προβαδίσματος στον πολιτικό λόγο. Σε αντίθεση με την νομολογία των εν λόγω ανωτάτων δικαστηρίων όπου η προνομια