«Ο πόνος της σάρκας κάποτε υποχωρεί, το σώμα βρίσκει τον τρόπο να ιαθεί, να αναδομηθεί, να αποβάλει, φερ’ ειπείν, μια σφαίρα που έχει καρφωθεί στο κόκκαλο ή να την περιχαρακώσει, να την απομονώσει. Κάποια στιγμή τα νεύρα παύουν να πάλλονται ή αποκόπτονται και, πλέον, δεν πονάς ή μπορεί και να συνηθίσεις το τριβέλισμά τους κι έτσι μαθαίνεις να τα αγνοείς. Τι γίνεται όμως με τον πόνο της ψυχής, πώς να τον ημερέψεις, να τον αγνοήσεις, πώς να τον ξεφωλιάσεις από τα σωθικά σου; Δεν έχει νεύρα η ψυχή, ούτε και μαριονέτα είναι για να κόψεις τα σχοινιά της και να την πετάξεις στα σκουπίδια∙ η ψυχή δεν καθυποτάσσεται, δεν εντέλλεται, δεν αποκόπτεται, παρά μόνο, σαν πιστός αχθοφόρος, μεταφέρει τις αποσκευές σου. Αποσκευές που, όσο κι αν θες να απαλλαγείς από εκείνες, να κάνεις πως τις ξεχνάς, δήθεν, σε κάποιον σταθμό, σε ένα βαγόνι τρένου ή σε λεωφορείο, τόσο εκείνες προσκολλώνται πάνω σου, σε ακολουθούν ως το τέλος του ταξιδιού∙ αν υπάρχει ποτέ τέλος» Ένα μυθιστόρημα, εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα και προϊόν ιστορικής έρευνας. Από το 1924 ως το 2024, Ένας Αιώνας Δρόμος. Μια διαδρομή με ιστορικά, πολιτικά και ψυχοκοινωνικά στοιχεία που διέρχεται μέσα από τρεις γενιές, και μάνα, και πατέρα, και παιδιά, και τα παιδιά των παιδιών∙ από όλους! Μέσα από γενιές ανθρώπων που σέρνουν πίσω τους την κατάρα της προσφυγιάς. Από τον κατατρεγμό του Πόντου σε μια δεύτερη πατρίδα, από τον Πρώτο στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, από την κατοχή και τον εμφύλιο σε έναν νέο ξεριζωμό, Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία, Ουγγαρία, Αλβανία, Πολωνία, Τσεχία… Άνθρωποι διπλοεξόριστοι και τριπλοεξόριστοι, προσωρινοί, δίχως ταυτότητα. Αιώνιοι πρόσφυγες που αγωνίζονται αέναα να βρουν έναν τόπο να ριζώσουν, να κρατηθούν ζωντανοί, να κρατήσουν άσβεστη τη φλόγα της πατρίδας μέσα τους∙ θα καταφέρουν, άραγε, να γυρίσουν πίσω σε εκείνη; Κι αν γυρίσουν, τι;