ΤΑ ΚΥΜΒΑΛΑ ΤΗΣ ΓΕΡΟΝΗΣΟΥ
Με πόδια και χέρια κομμένα κολύμπησα
από το απέναντι του Γεωργίου ξωκλήσι
στη Γερόνησο, που αφημένη, ακόμη, στις ανασκαφές
κρύβει τα ιερά των ειδωλολατρών τάματα βαθιά στα σπλάχνα της.
Υπήρχε κάποτε ξωκλήσι, λένε, εδώ.
Κτίστηκε τότε που ο Απόλλωνας
μετοίκησε για πάντα στο άρμα του Φαέθοντα.
Ήρθαν οι ξένοι και φύτεψαν τον Άγιο του μαρτυρίου Σταυρό.
Ένας του Διονύσου ταύρος κουβαλούσε τις πέτρες
αναμένοντας κι αυτός το χυμένο δικό του αίμα.
Δεν είχα χέρια ούτε κερί να ανάψω
μα ούτε και κόλλυβα να σκορπίσω
για του Απόλλωνα τους ιερείς.
Βράχια που έκοβαν σαν λεπίδα, όπως τα ανθρώπινα λόγια,
πετσόκοψαν τις ακρωτηριασμένες φτέρνες μου.
Είδα τις πέτρες, τα αλμυρά βράχια
με τους αφρούς της επιληψίας των λησμονημένων άστρων
να βαφτίζονται στη θάλασσα που χωνόταν μέσα μου
για να ξεπλύνει τη ζωή που απέμεινε.
Έψαξα για τη λύρα, για τα κύμβαλα που έκρουαν κάθε βράδυ.