"Το είδος της αρχιτεκτονικής που έχει απασχολήσει κυρίως τον Δημήτρη Μανίκα είναι η δημόσια, και κατεξοχήν τόπος η Βιέννη. Ο έλληνας καθηγητής της τοπικής Ανωτάτης Σχολής Εφαρμοσμένων Τεχνών δείχνει να είναι ένας "αρχιτέκτων ειδικών αποστολών"; το είδος των έργων που του έχει ανατεθεί απαιτεί συχνά ισχυρούς λύτες, καθώς πρόκειται κατά κανόνα για συρραφές, επεκτάσεις, αποκαταστάσεις ή για την απόδοση μιας νέας προσωπικότητας και λειτουργιών σε κελύφη ενίοτε διάσημων αρχιτεκτόνων του παρελθόντος. Οι δεξιότητες του Μανίκα αποκαλύπτονται εδώ με ιδιαίτερη ενάργεια, καθώς ο ίδιος εξαντλεί κάθε δυνατότητα επεξεργασίας της μικρής κλίμακας (ενός ειδικού χαρακτηριστικού άλλωστε στην αρχιτεκτονική της Βιέννης) και εφαρμόζει με ακρίβεια το προσωπικό του ιδίωμα μιας "ευκρινούς αυστηρότητας και διαύγειας" παράγοντας συχνά ένα αποτέλεσμα που δείχνει έξω από τον χρόνο, ενώ αναζητά τον διάλογο με την παράδοση χωρίς ίχνος συναισθηματισμού ή μιμητικής αναφοράς. Ο Μανίκας έχει συμμετάσχει σε μερικούς από τους πιο σημαντικούς διαγωνισμούς των τελευταίων ετών για την ελληνική πρωτεύουσα, από εκείνον για το Πνευματικό Κέντρο της Αθήνας (1977) και τους διαγωνισμούς για το Μουσείο της Ακρόπολης, ως τον διαγωνισμό για την επέκταση του συγκροτήματος της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και τη διαμόρφωση του μητροπολιτικού πάρκου στο Ελληνικό, ενώ απέσπασε και ένα πρώτο βραβείο για την πλατεία Συντάγματος (1999). Η γενική του προσέγγιση λαμβάνει υπόψη την ιστορικότητα του χώρου και τις ιδιαιτερότητες του αστικού τοπίου (χαμηλά ύψη, έντονο φως, αποσπασματικότητα της κτιριακής κλίμακας, ανάγκη πρασίνου και χώρων αναψυχής) ενώ η προσφιλής "ποιητική του ελάχιστου" δείχνει να αποτελεί την κατάλληλη επιλογή για το συγκεκριμένο χτιστό περιβάλλον" (Ανδρέας Γιακουμακάτος), "Ίσως να είναι το λιτό και απέριττο των κτισμάτων της πατρίδας του, της Ελλάδας, αυτό που έχει σφραγίσει την αντίληψη του Δημήτρη Μανίκα για τον χώρο -όπως αυτή διατρέχει ολόκληρο το αρχιτεκτονικό του έργο- παρόλο που ο γεννημένος το 19