Ο Αντόλφ (1806) του Μπενζαμέν Κονστάν αποτελεί ένα ιδιαιτέρως μοντέρνο μυθιστόρημα που αναλύει χειρουργικά την τραγική συνθήκη της αδυναμίας να αγαπήσεις, αλλά και της ανικανότητας να είσαι ειλικρινής και να το ομολογήσεις θαρρετά στον άλλον. Ο πρωταγωνιστής του, τυπικός ρομαντικός ήρωας, δεν ζει με πάθος μια ερωτική ιστορία - αντιθέτως προσπαθεί να απεγκλωβιστεί από τη σχέση του με την όμορφη Ελενόρ. Όταν ο Αντόλφ, μοναχικός και επιπόλαιος, χωρίς στόχους και σχέδια για τη ζωή, αποφασίζει να κατακτήσει την κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερή του Ελενόρ, που είναι ήδη δεσμευμένη και μητέρα δύο παιδιών, το κάνει ως πρόκληση προς τον εαυτό του, προσπαθώντας να ζήσει ένα συναίσθημα που "μοιάζει με έρωτα". Η εύθραυστη και αφοσιωμένη Ελενόρ συνδέεται όντως μαζί του, εγκαταλείποντας την προηγούμενη ασφαλή ζωή της, με κυρίαρχο αίσθημα τον παντοτινό έρωτά της για κείνον. Η αγάπη της δεσμεύει όλο και περισσότερο τον Αντόλφ, που νιώθει να πνίγεται κι επιθυμεί να ελευθερωθεί από τα δεσμά της σχέσης. Απόμακρος και αδρανής, όμως, δεν βρίσκει τη δύναμη να της το ομολογήσει...Η ιστορία του Αντόλφ είναι η ιστορία δύο ανθρώπων που αγαπήθηκαν μεν, αλλά με διαφορετική ένταση και ίσως με "bad timing". Η αφήγηση του άνδρα αναστοχάζεται με ιδιαίτερη ευαισθησία και βαθύτητα τις περιπλοκές του ερωτικού φαινομένου στον συνδυασμό του με τις κοινωνικές και οικογενειακές επιταγές, με έμφαση στο πώς απεγκλωβίζεται κανείς από μια ερωτική σχέση. Το στοιχείο που καθιστά το Αντόλφ ένα τόσο μοντέρνο έργο είναι η λογοτεχνική διερεύνηση της αμφιθυμίας του ανθρώπου, την οποία ο ίδιος πασχίζει με κάθε τρόπο να εκλογικεύσει κι έτσι να την ελέγξει: "Τα συναισθήματα του ανθρώπου είναι συγκεχυμένα και ετερόκλητα. Αποτελούνται από ένα πλήθος πολυποίκιλων εντυπώσεων που διαφεύγουν την αντίληψή μας. Και τα λόγια, πάντα πολύ χονδροειδή και γενικευτικά, μπορούσαν κάλλιστα να τα υποδείξουν, αλλά ποτέ να τα προσδιορίσουν". Αργότερα ο ήρωας, κάτι σαν "άνθρωπος χωρίς ιδιότητες" avant la lettre, θα ομολογήσει: "είμαστε τόσο ε